αναφυσώ

αναφυσώ
(Α ἀναφυσῶ, -άω)
φυσώ προς τα επάνω, ξεφυσώ
αρχ.
1. ενεργ. εκβάλλω, ρίχνω έξω
2. φυσώ τον αυλό
3. μέσ. υπερηφανεύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναφυσώ — ( άς, ά κτλ.), ησα, φυσώ προς τα πάνω, φυσώ έντονα: Ο αέρας αναφυσούσε όλη τη νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναφύσω — ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain aor ind mid 2nd sg ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain aor subj act 1st sg ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain fut ind act 1st sg ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ἀνᾱφύσω , ἀνά ἀφύσσω draw aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναφυσώ — άω, Α (πιθ. γρ < ρ.) παίζω προανάκρουσμα με μουσικό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναφυσῶ «ξεφυσώ, φυσώ τον αυλό»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναφυσώ — άω, Α παίζω επί πλέον τον αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναφυσῶ «φυσώ τον αυλό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”